του Λεωνίδα Δρόση

 

Ο Ανδριάντας του Ιωάννη Βαρβάκη είναι έργο του Λεωνίδα Δρόση και βρίσκεται στο κήπο του Ζαππείου.
Βρίσκεται στη δυτική πλευρά της παρόδου, που οδηγεί από τη λεωφόρο Αμαλίας στο χώρο του Ζαππείου. Φιλοτεχνήθηκε από τον κλασικιστή γλύπτη και καθηγητή του Πολυτεχνείου Λεωνίδα Δρόση ύστερα από διαγωνισμό που είχε προκηρύξει η ελληνική κυβέρνηση, αντί του ποσού των 85.000 δραχμών το 1870. Το έργο ολοκληρώθηκε το 1886.Άργησε να ολοκληρωθεί λόγω φόρτου παραγγελιών που είχε ο δημιουργός του. Στη θέση όπου βρίσκεται σήμερα μεταφέρθηκε το 1889,αλλά τα επίσημα αποκαλυπτήρια πραγματοποιήθηκαν με την ευκαιρία της μετακομιδής των οστών του Βαρβάκη από τη Ζάκυνθο το 1890.
Ο Βαρβάκης απεικονίζεται όρθιος πάνω σε υψηλό βάθρο Στο δεξί χέρι κρατάει τη διαθήκη του και έχει το αριστερό στη μέση. Η αντιθετική κίνηση του κορμού και η φορά των πτυχών του μανδύα πάνω από το σύγχρονο κουστούμι δημιουργούν μια σειρά από άξονες που συντελούν στην ισορροπία του συνόλου. Στη βάση υπάρχουν τέσσερις αλληγορικές μορφές : Ιστορία, Ελεύθερη Ελλάδα, Σκέψη, Ναυτιλία-αναφέρονται στην προσφορά του Βαρβάκη στον Αγώνα του 21 και στη δράση του ευεργέτη. Το βάθρο είναι στατικό και στηρίζει τον ανδριάντα Είναι οπτικός ο ρόλος του βαθρου θέτωντας τον ανδριαντα σην κατάλληλη θέση για να φαίνεται και συμβολικός ταυτόχρονα ως προς τη σχέση του με τον κόσμο.[2]Οι αλληγορικές μορφές έχουν τυπικά κλασικιστικά χαρακτηριστικά και μπαρόκ στοιχεία άλλοτε με έμφαση στις σχεδιαστικές λεπτομέρειες και άλλοτε στις καθαρά πλαστικές αξίες,πότε στην κίνηση και πότε στην στάση επισημαίνει ο Χρήσανθος Χρήστου.

Ο Λεωνίδας Δρόσης (1834 ή 1836 ή 1843 - 1882) ήταν Έλληνας γλύπτης του 19ου αιώνα. Γεννήθηκε στο Ναύπλιο. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στην Αθήνα και ακολούθως γράφτηκε φοιτητής της Γλυπτικής στην Πολυτεχνική Σχολή. Έδειξε από νωρίς ζωηρότατη και γόνιμη φαντασία, λεπτή και καλή αίσθηση συνοδευόμενη και από υψηλή έμπνευση. Ως μαθητής κατασκεύασε την προτομή του ναυάρχου Μιαούλη και τον ανδριάντα του βασιλιά Όθωνα με πλήρη στολή. Επαινέθηκε για την ομοιότητα των γλυπτών του με τους ανθρώπους που εικονίζουν, την φυσικότητα των γραμμών και την ανατομική ακρίβεια. Μετά από επτάχρονες σπουδές στο Πολυτεχνείο, και σε ηλικία είκοσι χρονών πήγε με υποτροφία της κυβερνήσεως στο Μόναχο για να συνεχίσει τις σπουδές του. Πήρε μέρος σε διαγωνισμό και βραβεύτηκε με το πρώτο βραβείο και μετάλλιο για το κομψό έργο του που εικόνιζε τον Δαβίδ. Το έργο του εκδόθηκε ως χαλκογραφία και ανατυπώθηκε πετυχαίνοντας πολλές επιδοκιμασίες στην Ευρώπη. Στο Μόναχο παρέμεινε για μια τετραετία και έτυχε της υψηλής προστασίας του Σίμωνος Σίνα. Από εκεί πήγε σε Λονδίνο, Παρίσι και Ρώμη, όπου ίδρυσε δική του σχολή. Το πιο φημισμένο έργο του είναι η «Πηνελόπη», το οποίο βραβεύτηκε με χρυσό μετάλλιο στην διεθνή έκθεση στο Παρίσι το 1867. Άλλα έργα του είναι ο «Αχιλλέας», τα λαμπρά συμπλέγματα του αετώματος της Ακαδημίας, ο «Αλέξανδρος», ο «Διόνυσος», η «Σαπφώ» και άλλα φιλοτεχνήματα. Βραβεύτηκε για την Σαπφώ στην έκθεση της Βιέννης και τιμήθηκε με παράσημο της Αυστριακής Κυβέρνησης.