του Γεωργίου Βρούτου

 

Το γλυπτό απεικονίζει τον θεό Έρωτα να σπάει το τόξο του. Η τεχνοτροπία του είναι ακαδημαϊκή.
 
Στην ελληνική μυθολογία ο Έρως ήταν ο φτερωτός θεός της αγάπης. Συχνά σχετίζεται με τη θεά Αφροδίτη. Σύμφωνα με τον μύθο, όταν χτυπούσε με τα βέλη του δύο ανθρώπους, αυτοί ερωτεύονταν παράφορα. Ο Έρως χαρακτηρίζεται ανίκητος στην τραγωδία Αντιγόνη. Από τους τραγικούς, ιδιαίτερη σημασία στον θεό Έρωτα αποδίδει ο Ευριπίδης. Ο Ευριπίδης διαχωρίζει τη δύναμη του Έρωτα σε δύο μορφές: Σε αυτή που μπορεί να οδηγήσει στην Αρετή και σε εκείνη που οδηγεί στην Αθλιότητα. Με παρόμοιο τρόπο, στο Συμπόσιο του Πλάτωνα εντοπίζουμε τον «καλό» Έρωτα (γιο της Αφροδίτης Ουρανίας) και τον «κακό» Έρωτα (γιο της Αφροδίτης Πανδήμου). Οι αρχαιολόγοι των ημερών μας δεν αναγνωρίζουν την ύπαρξη εξακριβωμένων αναπαραστάσεων του θεού που να χρονολογούνται πριν από τον 6ο αιώνα π.Χ.. Οι πρώτες «αυτόνομες» εμφανίσεις του θεού Έρωτα στην τέχνη πραγματοποιούνται τον 5ο αιώνα π.Χ.. Ο Έρωτας εμφανίζεται ανεξάρτητος από άλλες θεότητες, σε διάφορες απεικονίσεις: άλλοτε πετάει, άλλοτε κοιμάται, άλλοτε ιππεύει ένα δελφίνι, άλλοτε κρατάει ένα λουλούδι. Αντικατοπτρίζοντας το μύθο που τον θέλει συνοδό και υπηρέτη της Αφροδίτης, σε πολλές παραστάσεις της περιόδου εκείνης ο Έρωτας εικονίζεται να βοηθά τη μητέρα του ή άλλες γυναίκες: να μεταφέρει για αυτές ρούχα ή πετσέτες, να τις βοηθάει στο χτένισμα και την περιποίησή τους, να λύνει ή να δένει τα λουριά των σανδαλιών τους. Για τους αρχαίους Έλληνες, ο Έρως ήταν ο θεός που ευθυνόταν για τον πόθο, την αγάπη και τη σεξουαλική δραστηριότητα, ενώ λατρευόταν και ως θεός της γονιμότητας. Μάλιστα, συχνά τον αναφέρουν ως «ελευθέριο», όπως και το Διόνυσο. Υπάρχουν μύθοι που τον θέλουν πανέμορφο στην όψη, αλλά και συχνή πηγή μπελάδων για τους θεούς και τους θνητούς. Άλλοι μύθοι παρουσιάζουν έναν Έρωτα με γνώση της τεράστιας δύναμής του, να αρνείται τις παρακλήσεις της μητέρας του και άλλων θεών να επέμβει στις ζωές των θνητών. 

Ο Γεώργιος Βρούτος (1843 - 1909) ήταν Έλληνας γλύπτης του 19ου αιώνα. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1843 από γονείς Αθηναίους. Ο παππούς του ήταν από την Κρήτη. Νεότατος ακόμα αναγκάστηκε λόγω οικονομικής δυσχέρειας να διακόψει τις σπουδές του και να πιάσει δουλειά στο εργαστήρι του Ιωάννη Κόσσου, όπου έμεινε ως μαθητευόμενος για επτά χρόνια. Το 1866 πήγε στη Ρώμη με υποτροφία της Κυβερνήσεως για να τελειοποιήσει τις ικανότητές του. Αποφοίτησε από την Ακαδημία των Καλών Τεχνών με τα ανώτερα βραβεία και επέστρεψε στην Αθήνα το 1873. Ανέλαβε το εργαστήρι του Κόσσου που στο μεταξύ είχε πεθάνει. Αργότερα, το 1883 διορίστηκε καθηγητής της γλυπτικής στο Πολυτεχνείο, ως διάδοχος του Λεωνίδα Δρόση που είχε πεθάνει. Απεβίωσε στην γενέτειρά του το 1909. Το 1988 ανακηρύχθηκε από τον υπουργό Εκπαίδευσης και Τεχνών της Γαλλίας, Officier de l'Académie des Beaux Arts.