του Γεωργίου Βρούτου

 

Το έργο είναι κατασκευασμένο με μάρμαρο. Ο Κωνσταντίνος Ζάππας παρουσιάζεται έχοντας πυκνό μούσι, μουστάκι και αραιά μαλλιά. Στο δεξί του χέρι κρατάει ένα κλαδί ελιάς. Φοράει πουκάμισο, σακάκι, παντελόνι και παπιγιόν. Και σε αυτόν τον ανδριάντα όπως και στου αδελφού του πάνω από την επίσημη ενδυμασία προστίθεται αρχαιοελληνικό ένδυμα το οποίο ο Κωνσταντίνος Ζάππας κρατάει με το αριστερό του χέρι στο ύψος της μέσης. Στο βάθρο αναγράφονται τα λόγια: «ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΖΑΠΠΑΣ ΒΟΡΕΙΟΗΠΕΙΡΩΤΗΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΕΥΕΡΓΕΤΗΣ». Πάνω στον ανδριάντα εντοπίζουμε την υπογραφή του γλύπτη: «ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΡΟΥΤΟΣ ΕΠΟΙΕΙ 1888». Εν αντιθέσει με τον ανδριάντα του Ευάγγελου Ζάππα, τούτο το έργο είναι μεταγενέστερο κατά είκοσι τέσσερα χρόνια (κατασκευάστηκε το 1888) και κατασκευαστής είναι ο Γεώργιος Βρούτος.
 
Ο Κωνσταντίνος Ζάππας (1814–1892) υπήρξε Έλληνας επιχειρηματίας, φιλάνθρωπος και εθνικός ευεργέτης. Έπαιξε κύριο ρόλο μαζί με τον εξάδελφό του Ευάγγελου Ζάππα στην αναβίωση των Ολυμπιακών αγώνων. Γεννήθηκε το 1814 στο υπό οθωμανική διοίκηση Λάμποβο Τεπελενίου (Βόρεια Ήπειρος). Μετά τον θάνατο το Ευάγγελου Ζάππα, διαχειρίστηκε την περιουσία του εξαδέλφου του, που ορίστηκε και επικαρπωτής της «Επιτροπής των Ολυμπίων», της επιτροπής δηλαδή που είχε σκοπό την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Το 1881 αγόρασε μεγάλα τσιφλίκια στη Θεσσαλία, μερίμνησε για την ανέγερση (1874-1888) του καλλιμάρμαρου Ζαππείου Μεγάρου στην Αθήνα. Με επιδοτήσεις από την προσωπική περιουσία του κτίστηκαν τα πρότυπα Ζάππεια παρθεναγωγεία στην Κωνσταντινούπολη καθώς και πολλά άλλα εκπαιδευτήρια σε πολλές πόλεις και κομωπόλεις της Ηπείρου και της Θράκης και συστήθηκαν υποτροφίες για τη μετεκπαίδευση σπουδαστών στις γεωργικές σχολές της Δυτικής Ευρώπης. Πέθανε το 1892 στην πόλη Μαντ (Mantes-la-Jolie) της Γαλλίας.

Ο Γεώργιος Βρούτος (1843 - 1909) ήταν Έλληνας γλύπτης του 19ου αιώνα. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1843 από γονείς Αθηναίους. Ο παππούς του ήταν από την Κρήτη. Νεότατος ακόμα αναγκάστηκε λόγω οικονομικής δυσχέρειας να διακόψει τις σπουδές του και να πιάσει δουλειά στο εργαστήρι του Ιωάννη Κόσσου, όπου έμεινε ως μαθητευόμενος για επτά χρόνια. Το 1866 πήγε στη Ρώμη με υποτροφία της Κυβερνήσεως για να τελειοποιήσει τις ικανότητές του. Αποφοίτησε από την Ακαδημία των Καλών Τεχνών με τα ανώτερα βραβεία και επέστρεψε στην Αθήνα το 1873. Ανέλαβε το εργαστήρι του Κόσσου που στο μεταξύ είχε πεθάνει. Αργότερα, το 1883 διορίστηκε καθηγητής της γλυπτικής στο Πολυτεχνείο, ως διάδοχος του Λεωνίδα Δρόση που είχε πεθάνει. Απεβίωσε στην γενέτειρά του το 1909. Το 1988 ανακηρύχθηκε από τον υπουργό Εκπαίδευσης και Τεχνών της Γαλλίας, Officier de l'Académie des Beaux Arts.