του Γεώργιου Δημητριάδη 

 

Στον κήπο του Ζαππείου υπάρχει και έργο μοναδικής ομορφιάς του μεταγενέστερου γλύπτη Γεώργιου Δημητριάδη του Αθηναίου. Πρόκειται για το γλυπτό "Σάτυρος". Κατασκευασμένο από μάρμαρο (άγνωστο το πότε) το γλυπτό απεικονίζει ένα νεαρό Σάτυρο. Ο εύθυμος συνοδός του θεού Διονύσου έχει κατσαρά μαλλιά στα οποία καταλήγουν σταφύλια ενώ στο χέρι του κρατάει μουσικό όργανο, πιθανώς πνευστό μιας και ετοιμάζεται να το φέρει στο στόμα του. Είναι γυμνός ενώ στο πρόσωπο του διακρίνονται τα χαρακτηριστικά της ευθυμίας και του διονυσιακού γλεντιού. Κάτω από τα πόδια του είναι χαραγμένη η υπογραφή του γλύπτη.
 
Οι Σάτυροι ήταν κατώτερα μυθικά όντα "δαίμoνες" της ελληνικής μυθολογίας, (πνεύματα των βουνών και των δασών), τους οποίους η Ποίηση και η Τέχνη τους απεικόνιζαν από τη μέση και πάνω σχεδόν ανθρωπόμορφους, φαλακρούς και με μυτερά αυτιά, με πόδια και ουρά τράγου, σε αντίθεση με τους Σειληνούς, των οποίων το κάτω μισό του σώματος έμοιαζε με αλόγου. Ήταν, όπως και οι Σειληνοί, υπηρέτες και σύντροφοι του θεού Διόνυσου, τον οποίον είχαν μεγαλώσει από παιδί. Αγαπημένη τους ασχολία ήταν το παίξιμο αυλού και κιθάρας, ο τρύγος και το μεθοκόπημα, αλλά και το κυνήγι των κοριτσιών , που αποτελούσαν όλα μαζί την προσωποποίηση της γονιμότητας της Φύσης. Στις διάφορες αρχαίες παραστάσεις εμφανίζονται συνηθέστερα μαζί με τον Διόνυσο και τις Νύμφες, που όμως πολύ συχνά συγχέονται με τους Σειληνούς και ίσως εξ αυτού του λόγου να προστέθηκαν στους Σάτυρους αυτιά, ουρά, οπλές αλόγου και σκέλια τράγου. Πάντως η σύγχυση αυτή παρατηρείται από τον 4ο αιώνα π.Χ.. Επικράτησε όμως οι μεν Σάτυροι να απεικονίζονται νέοι, σε αντίθεση με τους Σειληνούς που απεικονίζονταν γέροι με αυτιά αλόγου. Το πιθανότερο εξ αυτού είναι ότι οι Σάτυροι και οι Σειληνοί δεν έχουν κοινή προέλευση. Φαίνεται όμως ότι από τον θεό Πάνα, στο χώρο του οποίου βρίσκονται εγκατεστημένοι, πήραν την τραγοπόδαρη μορφή των κάτω άκρων τους. 

Ο Γεώργιος Δημητριάδης (1880 – 1941), επικαλούμενος ο «Αθηναίος», ήταν Έλληνας γλύπτης. Γεννήθηκε στην Παλαιά Κόρινθο το 1880 και πέθανε στην Αθήνα στα χρόνια της Κατοχής, το 1941. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (Α.Σ.Κ.Τ.) της Αθήνας, με καθηγητή τον Γεώργιο Βρούτο. Στην συνέχεια, φοίτησε στο Παρίσι στο Grande Chaumière. Αναδείχθηκε γρήγορα γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία. Θεωρείται ο πιο παραγωγικός από τους νεοέλληνες γλύπτες, με πλήθος έργων του εγκατεσπαρμένων σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας. Φιλοτέχνησε ανδριάντες και προτομές. Το 1924 κέρδισε το πρώτο βραβείο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Γαλλίας με το έργο του ο «Δισκοβόλος». Το 1936 εκλέχθηκε ακαδημαϊκός και του απονεμήθηκε το Αριστείο Γλυπτικής. Το έργο του Γ. Δημητριάδη, όπως σημειώνει ο Μ. Στεφανίδης, διακρίνεται σε γενικές γραμμές από ακαδημαϊκές αντιλήψεις και χαρακτήρα μνημειακό, που συνδυάζεται με επιρροές από τα κινήματα του συμβολισμού και της Αρ Νουβό.