του Μιχαήλ Τόμπρου

 

Το 1930 συστήθηκε ερανική επιτροπή με σκοπό την συγκέντρωση χρημάτων και την εύρεση χώρου για την τοποθέτηση ανδριάντα του Γεωργίου Καραϊσκάκη. Η αρχική πρόταση ήθελε τον ανδριάντα δίπλα στον αντίστοιχο του Θ.Κολοκοτρώνη στην οδό Σταδίου. Μετά από παρέμβαση του Δήμου Αθηναίων τελικά τοποθετήθηκε το 1967 σε νέα πλατεία που δημιουργήθηκε νοτιοανατολικά του κήπου του Ζαππείου. Το έργο είναι ακαδημαϊκής νοοτροπίας πάνω σε μεγάλο βάθρο και έχει ύψος 4,00μέτρα. Στην όψη προς το στάδιο αναγράφεται "Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ 1827" και κάτω από αυτό η επιγραφή "ΕΓΩ ΠΕΘΑΙΝΩ ΟΜΩΣ ΕΣΕΙΣ ΝΑ ΕΙΣΘΕ ΜΟΝΙΑΣΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΝΑ ΒΑΣΤΗΞΕΤΕ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ". Στην πίσω πλευρά του βάθρου έχει χαραχτεί η επιγραφή: "ΜΕ ΤΟΝ ΟΒΟΛΟΝ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΗΘΗΚΕ ΤΟ ΕΡΓΟΝ ΑΥΤΟ - ΓΛΥΠΤΗΣ Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΟΜΠΡΟΣ".
 
Ο Μιχάλης Τόμπρος (Αθήνα, 1889 – Αθήνα, 28 Μαΐου 1974) ήταν γλύπτης της γενιάς του Μεσοπολέμου, καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και ακαδημαϊκός. Κατάγονταν από μεγάλη οικογένεια μαρμαρογλυπτών από το Κόρθι της Άνδρου. Από το 1903 έως το 1909, σπούδασε γλυπτική και σχέδιο στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και μετά συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι. Έζησε κατά διαστήματα στη γαλλική πρωτεύουσα έως το 1928. Με παρέμβαση του μεταξικού καθεστώτος, διορίσθηκε καθηγητής της γλυπτικής στην Α.Σ.Κ.Τ. το 1938 και την ίδια χρονιά, πάλι με την υποστήριξη της δικτατορίας του Μεταξά, εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας. Το 1943, στο μέσο της Κατοχής, διορίστηκε διευθυντής Καλών Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας. Από το 1957 έως το 1959 διετέλεσε διευθυντής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και το 1960 σταμάτησε να διδάσκει. Το 1968 εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Το έργο του, σε μάρμαρο, μπρούτζο, γύψο ή πηλό, είναι σημαντικό και ευρύ. Τα γλυπτά που έκανε κατά παραγγελία (προτομές, ανδριάντες και ηρώα) έχουν ρεαλιστικό ή ακαδημαϊκό χαρακτήρα. Αντιθέτως, οι ελεύθερες συνθέσεις του έχουν τον αέρα των νεωτεριστικών κινημάτων του Παρισιού της εποχής του Μεσοπολέμου. Το 1979, πολλά έργα του δωρίστηκαν στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Άνδρου, όπου και φυλάσσονται σε ειδική πτέρυγα. Η καλλιτεχνική του δημιουργία χαρακτηρίζεται από ένα σαφή δυϊσμό. Παραμένοντας ανθρωποκεντρικός, δημιούργησε συνθέσεις ελεύθερες, ιδιαίτερα γυναικείες μορφές, που απηχούν κυρίως το πλαστικό ύφος του Αριστίντ Μαγιόλ, και έργα που προέρχονται από παραγγελίες, στα οποία ακολουθεί το γενικά παραδεδεγμένο ακαδημαϊκό ύφος. Από την άλλη πλευρά, η επιθυμία συμπόρευσης με τα ρεύματα της πρωτοπορίας τον οδήγησε σε κάθε είδους πειραματισμούς. Έτσι δημιούργησε συνθέσεις με αφαιρετικό χαρακτήρα, κυβιστικές και σουρεαλιστικές επιρροές, που αναφέρονται σε μορφές από το ζωικό και φυτικό κόσμο, αλλά και σε πλάσματα της φαντασίας ή παράξενα σχήματα, που όμως προδίδουν μια μάλλον επιφανειακή πρόσληψη των πρωτοποριακών τάσεων.
 
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ή Καραΐσκος ήταν Έλληνας επαναστάτης, αρχικά υπήρξε σπουδαίος αρματωλός και στη συνέχεια κατέστη στρατηγός της Επανάστασης του 1821. Όταν το καλοκαίρι του 1820 πολιορκήθηκε ο Αλή Πασάς από τα Σουλτανικά στρατεύματα, ο Καραϊσκάκης παρέμεινε μαζί του και αγωνίσθηκε υπέρ αυτού. Αργότερα όμως προσχώρησε στους πολιορκητές, αλλά γρήγορα απομακρύνθηκε και απ' αυτούς. Κατάφερε δε τότε να αποσύρει από τα πολιορκούμενα Ιωάννινα την οικογένειά του και να τη στείλει στη νήσο Κάλαμο που τότε θεωρούνταν ασφαλές μέρος για τους Έλληνες αμάχους. Κατά τους πρώτους μήνες του 1821 προσπάθησε να εξεγείρει σε επανάσταση κατά των Τούρκων την περιοχή της Βόνιτσας, στην αρχή ανεπιτυχώς διότι οι προύχοντες της περιοχής θεωρούσαν πως δεν ήταν ακόμη κατάλληλος ο καιρός. Στη συνέχεια πήγε στα Τζουμέρκα όπου εκεί ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης, η οποία διαδόθηκε πολύ γρήγορα στις όμορες επαρχίες και από εκεί στο Μακρυνόρος όπου και συμμετείχε ο ίδιος στις γενόμενες εκεί συμπλοκές. Μόλις ξέσπασε η Επανάσταση ο Γώγος Μπακόλας και ο Καραϊσκάκης έκαψαν τον οχυρό πύργο του χωριού Καλύβια του Μάλιου (επαρχία Ραδοβυζίου). Τα Άγραφα και το αρματολίκι αυτών στα τελευταία χρόνια πριν την Επανάσταση, τα κατείχαν οι απόγονοι του περίφημου Γιάννη Μπουκουβάλα (που πέθανε το 1872). Ο Καραϊσκάκης από νεαρή ηλικία φιλοδοξούσε να γίνει κάποια μέρα καπετάνιος των Αγράφων και το κατόρθωσε πράγματι το 1821 βοηθούμενος και από τον Γιαννάκη Ράγκο και τους περί αυτόν Βαλτινούς, αναγνωρισμένος ακόμη και από τις Σουλτανικές αρχές της Λάρισας. Οι πηγές που αναφέρονται στον θάνατο του Καραϊσκάκη χαρακτηρίζονται από ασυμφωνία.